λουμινάλη

λουμινάλη
η, και λουμινάλ, το
(φαρμ.) η φαινοβαρβιτάλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • δικαρβονικά οξέα — Οργανικές ενώσεις που φέρουν δύο καρβοξυλομάδες ( COOH). Τα περισσότερα δ.ο. είναι φυσικά προϊόντα. Τα κορεσμένα δ.ο. έχουν γενικό τύπο (CH2)ν(COOH)2 και ονομάζονται ανάλογα με τον συνολικό αριθμό ανθράκων που περιέχουν. Οι ιδιότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • καταπραϋντικά — (Ιατρ.). Κατηγορία φαρμάκων, τα οποία καταστέλλουν τη διέγερση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τέτοια είναι τα βρωμιούχα, τα παράγωγα της βαλεριάνας και του χαμομηλιού, ορισμένα παράγωγα των τερπενών κ.ά. Καταπραϋντική δράση έχουν επίσης όλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”